κορδελάς

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ού κορδέλα
1. αυτός που κατασκευάζει κορδέλες, κορδελοποιός
2. αυτός που χειρίζεται την πριονοκορδέλα, δηλ. την πριονιστική μηχανή που λειτουργεί με κορδέλα.