κορσεῖα

English (LSJ)

τά, (κόρση) temples, Nic.Al.135; κόρσεα, ib.414.

Greek (Liddell-Scott)

κορσεῖα: τά, (κόρση) οἱ κρόταφοι, Νικ. Ἀλ. 135· κόρσεα αὐτόθι 414.

Greek Monolingual

κορσεῖα και κόρσεα, τὰ (Α) κόρση
οι κρόταφοι, τα μηλίγκια.