κορσοειδής
English (LSJ)
λίθος, ὁ, a stone of greyish colour (κόρση I. 3), Plin. HN 37.153.
Greek Monolingual
κορσοειδής, -ές (Α)
φρ. «κορσοειδής λίθος» — πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + -ειδής (< εἶδος). Η ονομ. της πέτρας λόγω του συχνά φαιού χρώματος της κόμης τών κροτάφων].