κορυβαντώδης

English (LSJ)

ες, Corybant-like, frantic, Luc. JTr. 30.

Greek Monolingual

κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.