κορυνάω

English (LSJ)

(κορύνη ΙΙ) put forth knobby buds, Thphr. HP 4.12.2.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνάω: μέλλ. -ήσω, (κορύνη ΙΙ) ἀναδίδω βλαστοὺς ἢ «μπουμπούκια» ὅμοια πρὸς ῥόπαλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.

German (Pape)

kolbige Sprossen od. Blütenknospen treiben, Theophr.