κοσμήτρια
English (LSJ)
ἡ, = κοσμήτειρα, Hsch. s.v. Σαραχηρώ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτρια: ἡ, = κοσμήτειρα, Ἡσύχ., Ἐπιφάν. 1. 937D.
Greek Monolingual
German (Pape)
ἡ, fem. zu κοσμητήρ, Sp.
ἡ, = κοσμήτειρα, Hsch. s.v. Σαραχηρώ.
κοσμήτρια: ἡ, = κοσμήτειρα, Ἡσύχ., Ἐπιφάν. 1. 937D.
ἡ, fem. zu κοσμητήρ, Sp.