κοσμοσώστης

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοσώστης: -ου, ὁ, ὁ σῴζων τὸν κόσμον, καὶ θηλ. -σώτειρα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (ΑM κοσμοσώστης)
αυτός που σώζει τον κόσμο, τους ανθρώπους.