κοσμοφύλαξ

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφύλαξ: ὁ, ὁ τοῦ κόσμου φύλαξ, Γρηγ. Θεολ. 1016C.

Greek Monolingual

κοσμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν
2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας της τάξης και ευπρέπειας της Εκκλησίας.