κοσταί
English (LSJ)
or κόσται, ῶν, αἱ,
A = ἀκοστή, barley, Hsch.
II κ., οἱ, kind of fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.
Greek Monolingual
(I)
κοσταί και κόσται, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κριθαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. ἀκοστή].
(II)
κοσταί, οἱ (Α)
είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
German (Pape)
1 od. κόσται, αἱ, erkl. Hesych. κριθαί Vgl. ἀκοστή.
2 οἱ, eine Art Fische, Diphil. bei Ath. VIII.357a.