κοτυλίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of κοτύλη, Eust.1541.52.
Greek Monolingual
κοτυλίδιον, τὸ (Α) κοτύλη
υποκορ. του κοτύλη.
German (Pape)
τό, dim. von κοτύλη, Eust. 1521.52.
τό, Dim. of κοτύλη, Eust.1541.52.
κοτυλίδιον, τὸ (Α) κοτύλη
υποκορ. του κοτύλη.
τό, dim. von κοτύλη, Eust. 1521.52.