κοτόεις

English (LSJ)

κοτόεσσα, κοτόεν, = κοτήεις, A.D.Adv.189.12, EM34.57.

Greek (Liddell-Scott)

κοτόεις: εσσα, εν, = κοτήεις, Ἐτυμ. Μέγ. 34. 58, Α. Β. 602.

Greek Monolingual

κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
βλ. κοτήεις.

German (Pape)

κοτήεις; EM. 34.56; B.A. 602.26.