κουζινέτο

Greek Monolingual

το
1. μικρή συσκευή που χρησιμοποιείται για μαγείρεμα
2. έδρανο περιστρεφόμενου άξονα ή άλλου εξαρτήματος μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coussinet < γαλλ. cousin].