Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κουλός
Greek Monolingual
και κουλλός, -ή, -ό (Μ κουλλός, -ή, -όν) αυτός που δεν έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια ή αυτός που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ.<κυλλός «χωλός»].