κουρητισμός
English (LSJ)
ὁ, armed dancing, of the rites of the Salii, D.H.2.71.
Greek Monolingual
κουρητισμός, ὁ (Α) Κουρήτες
ο χορός τών Κουρήτων.
ὁ, armed dancing, of the rites of the Salii, D.H.2.71.
κουρητισμός, ὁ (Α) Κουρήτες
ο χορός τών Κουρήτων.