κοχλίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κόχλος 2, BGU1118.15 (i B. C.), Epict. Ench.7, EM534.22.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 7, Ἐτυμολ. Μέγ. 534. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de κοχλίας.

German (Pape)

τό, dim. von κόχλος, kleine Schnecke, Sp. – Auch eine Art Wendeltreppe, wie κοχλίας.