κοχλιάριον

English (LSJ)

τό, spoon: as a measure, spoonful, Dsc.2.42, Philagr. ap. Orib.5.19.1, Gal.6.271, Gp.7.13.1: later Gr. for Att. λιστρίον, acc. to Phryn.293.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιάριον: τό, «χουλιάρι», Λατ. cochleare, ἐκ τοῦ κόχλος, Διοσκ. 2. 50 κτλ.· συνήθως λιστρίον, Λοβ. εἰς Φρύν. 321.

German (Pape)

τό, der Löffel, cochleare, von κόχλος, spätere vulgäre Form für λιστρίον, vgl. Lobeck zu Phryn. 321.