shearing, haircut.
[Seite 1495] τό, das Geschorene, die Schur, Eust.
κούρευμα: τό, ὡς καὶ νῦν, κουρά, τὸ κείρειν, Εὐστ. Πονημάτ. 215. 82, κλπ.
κούρευμα, τὸ (Μ)βλ. κούρεμα.