κράγγη

Greek Monolingual

κράγγη, ἡ (Α)
βλ. κραγγών.

Russian (Dvoretsky)

κράγγη: ἡ Arst. v. l. = κραγγών.

German (Pape)

ἡ, = κραγγών, Arist. H.A. 4.2.