κράδεμνον

English (LSJ)

Doric for κρήδεμνον.

Greek Monolingual

κράδεμνον, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρήδεμνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράδεμνον, τό Dor. voor κρήδεμνον.

Russian (Dvoretsky)

κράδεμνον: (ᾱ) τό Eur. = κρήδεμνον.