κρέμασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, hanging up, Hp.Art.74, Orib.8.6.16.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμᾰσις: -εως, ἡ, ἀνάρτησις, «κρέμασμα», Ἱππ. π. Ἄρθ. 836, Ὀρειβάσ. 173 Matth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρέμασις -εως, ἡ [κρεμάννυμι] ophanging.

German (Pape)

ἡ, das Hängen, Aufhängen, Schol. Soph. O.R. 1260 und Sp.