κρέμυς

English (LSJ)

υος, ἡ, = χρέμυς, Arist. Fr. 294.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμυς: -υος, ἡ, ἀντὶ χρέμυς, ἰχθύς τις, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 305D.

Greek Monolingual

κρέμυς, -υος, ἡ (Α)
βλ. χρέμυς.

German (Pape)

υος, ἡ, ein Fisch, Ath. VII.305d aus Arist. Vgl. χρέμυς.