κρήιον

Greek (Liddell-Scott)

κρήιον: τό, Ἰων. ἀντὶ κρεῖον, εἶδος νυμφικοῦ πλακουντίου, Φιλέτ. παρ’ Ἀθην. 645D.

Greek Monolingual

κρήϊον, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. κρείον.