κρίσσιον

English (LSJ)

τό, thistle, Carduus pycnocephalus, Dsc.4.118.

Greek Monolingual

κρίσσιον, τὸ (Α)
το φυτό κόρδος ο πυκνοκέφαλος, το γαϊδουράγκαθο.