κραμβεῖον

Greek (Liddell-Scott)

κραμβεῖον: τὸ ἀφέψημα ἐκ κράμβης, Ἱππ. 644. 9, ἴδε Ἐρωτ. σ. 230· ἀλλὰ παρὰ Γαλην. Λεξ. Ἱππ. σ. 506 κραμβίον.

German (Pape)

τό, eine Abkochung von Kohl und Schierling, Sp.