κρατίδιο

Greek Monolingual

το
1. κράτος με μικρή έκταση
2. ομοσπονδιακό κράτος-μέλος μιας ομόσπονδης πολιτείας («το κρατίδιο της Έσης ανήκει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + υποκορ. κατάλ. -ίδιο. Η λ., στον λόγιο τ. κρατίδιον, μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη].