κρεηφάγος

English (LSJ)

[ᾰ], = κρεοφάγος, Porph. in Cat.84.15.

Greek Monolingual

κρεηφάγος, -ον (Α)
βλ. κρεοφάγος.

German (Pape)

ion. = κρεωφάγος.