κρεμ

Greek Monolingual

ο η, το
1. αυτός που έχει το χρώμα της κρέμας
2. (το ουδ.) το κρεμ
το χρώμα της κρέμας, του αφρού του γάλακτος, κιτρινωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme].