κρεμμυδάκι

Greek Monolingual

και κρομμυδάκι το κρεμμύδι
1. μικρό κρεμμύδι
2. φρ. «τον έκανε με τα κρεμμυδάκια» — άσκησε αυστηρότατο έλεγχο εις βάρος του.