κρεμῶ

French (Bailly abrégé)

ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κρεμάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμῶ: Ἀττ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμῶ praes. en fut. van κρεμάννυμι.