κρεωνομώ

Greek Monolingual

κρεωνομῶ, -έω (Α)
κρεανομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομώ με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].