κριβανεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, baker, POxy.1142.10 (iii A. D., κλ-), Man.1.80 (κλ-).

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβανεύς: έως, ὁ, ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ κλιβ-, ἀρτοποιός, «φούρναρης», Μανέθων 1. 80.

Greek Monolingual

κριβανεύς, ὁ (Α)
βλ. κλιβανεύς.