κριθάλευρον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, barley-meal, Aët.12.71.
German (Pape)
[Seite 1508] τό, Gerstenmehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθάλευρον: τό, ἄλευρον ἐκ κριθῆς, Γαλην. τ. 14, σ. 527, 7, κτλ.
[ᾰ], τό, barley-meal, Aët.12.71.
[Seite 1508] τό, Gerstenmehl, Sp.
κρῑθάλευρον: τό, ἄλευρον ἐκ κριθῆς, Γαλην. τ. 14, σ. 527, 7, κτλ.