κριθοφύλαξ

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ἐν Ἀθήναις, ὑπάλληλος ἐπιβλέπων τὴν ἐξαγωγὴν κριθῆς, ὡς τὸ σιτοφύλαξ, Wolf Lept. σ. 254.