κροκοδίλεον

English (LSJ)

[ῑ], τό, sea-holly, Eryngium maritimum, Dsc.3.10, Gal.12.47.

Greek Monolingual

κορκοδίλεον, τὸ (Α) κροκόδιλος
το ποώδες φυτό ηρύγγιον το παράλιον.