κροκοδειλίτης

German (Pape)

[Seite 1512] ὁ, = κροκόδειλος 2, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

κροκοδειλίτης: -ου, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κροκόδειλος ΙΙ.