κροκοείμων

English (LSJ)

κροκοείμον, gen. ονος, saffron-clad, Sch.DIl.8.1.

German (Pape)

[Seite 1512] ονος, mit saffrangelbem Gewande, Schol. Il. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κροκοείμων: -ον, γεν. ονος, ἐνδεδυμένος κροκοβαφὲς ἔνδυμα, Σχόλ. Ἰλ. Θ. 1.

Greek Monolingual

κροκοείμων, -όειμον (Α)
ο ντυμένος με ένδυμα βαμμένο με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. δροσο-είμων, πτερο-είμων].