κροταφικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κροταφικός, -ή, -όν) κρόταφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κροτάφους (α. «κροταφικές αρτηρίες» β. «κροταφική χώρα» γ. «κροταφικό οστό»).
-ή, -ό (AM κροταφικός, -ή, -όν) κρόταφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κροτάφους (α. «κροταφικές αρτηρίες» β. «κροταφική χώρα» γ. «κροταφικό οστό»).