κρουνίον

English (LSJ)

τό, Dim. of κρουνός, Hdn.Gr.1.356, 360.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, = Folgdm, Arcad. 120, 4.

Greek Monolingual

κρουνίον, τὸ (AM) κρουνός
μικρός κρουνός.