κροῦναι

English (LSJ)

τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also, = κρῆναι τέλειαι, Id.

Greek Monolingual

κροῦν αι (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «τὰ ἄφορα δένδρα»
2. «κρῆναι τέλειαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός.