Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρυφτός
Greek Monolingual
-ή, -ό κρύβω 1. αυτός που κρύβεται, κρυφός, κρυμμένος 2.το ουδ. ως ουσ.το κρυφτό είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται.