κρόκα

English (LSJ)

heterocl. acc. sg. of κρόκη.

German (Pape)

wie von *κρόξ, s. κρόκη.

Russian (Dvoretsky)

κρόκα: acc. к *κρόξ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκα: ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ κρόκη.

English (Slater)

κρόκα wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44) ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.

Greek Monotonic

κρόκα: ετερόκλ. αιτ. του κρόκη.