κρόκες

English (LSJ)

αἱ, metapl. nom. pl. of κρόκη.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκες: -αἱ, πληθ. ὀνομ. κατὰ μεταπλ. τοῦ ἑπομ.

German (Pape)

wie von *κρόξ, s. κρόκη.

Russian (Dvoretsky)

κρόκες: αἱ pl. к *κρόξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόκες nom. plur. van κρόξ.