κτημάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κτῆμα, Alciphr. 1.36, PTeb.616 (ii A.D.), PFay.133 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] τό, dim. von κτῆμα, ein kleines Gut, Alciphr. 1, 36.

Greek (Liddell-Scott)

κτημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κτῆμα, Ἀλκίφρων 1. 36.

Greek Monolingual

κτημάτιον, τὸ (Α)
κτηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + υποκορ. κατάλ. -ιoν].