[Seite 1523] kubisch, Diophant.
κυβοστός, -ή, -όν (Α) κύβοςτο ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοστόντο κλάσμα ενός κυβικού αριθμού, δηλαδή 1/χ3.