κυδάγχας

English (LSJ)

μάχας, λοιδορίας, and κυδαγχόμενα· λοιδορούμενα, Hsch.; cf.sq.

Greek Monolingual

κυδάγχας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάχας
λοιδορίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κυδάζω].