κυδωνέα

English (LSJ)

ἡ, quince-tree, Pyrus Cydonia, PCair. Zen. 486.2 (iii BC), Gp. 4.1.12; — also Κυδωνία, ἡ, ib. 10.24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cognassier arbre.
Étymologie: Κυδώνιος.

Greek (Liddell-Scott)

κῠδωνέα: καὶ κῠδωνία, ἡ, δένδρον φέρον κυδώνια, «κυδωνιά», Γεωπ. 4. 1, 12.

Greek Monolingual

η (AM κυδωνέα)
βλ. κυδωνιά.