κυκάν

English (LSJ)

ᾶνος, ὁ, Dor. for κυκεών, IG42(1).121.102 (Epid.).

Greek Monolingual

κυκάν, -ᾱνος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κυκεώνας.