[Seite 1525] verstärkte Nebenform von κυκάω, Ar. Thesm. 552, v. l. κυρκανάω.
κῠκᾰνάω: ποιητ. τύπος τοῦ κυκάω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 852.
κῠκᾰνάω: Arph. = κυκάω.