κυκεία

German (Pape)

[Seite 1525] ἡ, Vermischung, Verwirrung, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κῠκεία: ἡ, μῖξις, ταραχή, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυκεία, ἡ (Α) κυκώ
(κατά τον Ησύχ.) ταραχή.