κυκλισμός

English (LSJ)

ὁ, circular motion, circularity, Simp. in Ph.1280.33, Olymp.in Phd.pp.141,145 N., Hsch. s.v. ἀλάθεας ὥρας.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλισμός: -οῦ, ὁ, κυκλικὴ κίνησις, Ὀλυμπιόδ. ἐν Φαίδωνι 145. 15., 117. 29 Finckh., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυκλισμός, ὁ (Α) κυκλίζω
κυκλική κίνηση.